- ανθρωπολογία
- Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν, σε όλες τις χώρες– από όλες τις πλευρές: σωματική και ψυχολογική, κοινωνική και ηθική, φιλοσοφική και θρησκευτική.
Η εθνογραφία και η εθνολογία είναι δύο, μέσα σε πολλούς άλλους, από τους κυριότερους επιστημονικούς κλάδους που παρέχουν υλικό στην α., μία επιστήμη που διαρκώς εξελίσσεται και εμπλουτίζεται.
Κλάδοι της α. είναι σήμερα η φυσική α., η κοινωνική α., η πολιτιστική α.και η εγκληματολογική α.
Ιστορία. Από τα πανάρχαια χρόνια o άνθρωπος είχε προσέξει τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των ομοίων του, και κυρίως από λαό σε λαό, ως προς τα ήθη, την ενδυμασία, αλλά και τα σωματικά χαρακτηριστικά και το χρώμα του δέρματος. Οι διαφορές αυτές εμφανίζονται ήδη στις προϊστορικές βραχογραφίες της νότιας Αφρικής, όπου ανθρώπινες μορφές με πρόσωπο λευκό και ευρωπαϊκή κατατομή βρίσκονται δίπλα σε μορφές νέγρων, όπως και στις πολεμικές σκηνές των μνημείων της αρχαίας Αιγύπτου οι γενειοφόροι Λίβυοι με την ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα ξεχωρίζουν από τους νέγρους και τους Αιγύπτιους στρατιώτες με το κοκκινωπό δέρμα. Ο Ηρόδοτος (484-426 π.Χ.), ο μεγάλος ιστορικός και περιηγητής, είχε κάνει μία ταξινόμηση των Αιθιόπων του στρατού του Ξέρξη με βάση τα μαλλιά τους. Ο Ιπποκράτης (460-377 π.Χ.) αναφέρεται στις σωματικές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων διαφορετικών κλιμάτων και εξετάζει τους μακροκεφάλους της Μικράς Ασίας. Ο κατεξοχήν όμως ανθρωπολόγος της αρχαιότητας είναι ο Αριστοτέλης (484-426 π.Χ.)· αυτός πραγματοποίησε την πρώτη συστηματική ταξινόμηση του ζωικού βασιλείου, όπου ο άνθρωπος ορίζεται ως έλλογον ζώον, ικανό να ζήσει οργανωμένο σε κοινωνία. Στις έρευνές του, ο Αριστοτέλης βασίζεται και στις παρατηρήσεις και τις πληροφορίες παλαιοτέρων, όπως o Ηρόδοτος και ο Καρχηδόνιος εξερευνητής Άνων, ο οποίος στις εντυπώσεις του από ένα ταξίδι στα παράλια της δυτικής Αφρικής περιγράφει ένα είδος αγρίου ανθρώπου, πιθανώς γορίλα. Αργότερα, ο Γαληνός (130;-200; μ.Χ.) μελέτησε την κατασκευή του ανθρώπινου σκελετού και έκανε ανατομή πιθήκων και άλλων ζώων. Μετά τον Γαληνό, η φυσιοδιφική έρευνα του ανθρώπου εκλείπει στη Δύση και για ορισμένους αιώνες περνά στον αραβικό κόσμο (Βαγδάτη, Σαμαρκάνδη, Βασόρα). Τα μεγάλα εξερευνητικά ταξίδια και οι σπουδαίες ανακαλύψεις του 15ου και του 16ου αι. προσελκύουν πάλι την προσοχή των επιστημόνων, των φιλοσόφων και των ερευνητών προς την ποικιλία των ανθρώπινων τύπων, όχι μόνο στις διάφορες περιοχές του κόσμου που ακόμα δεν ήταν καλά γνωστές (Ασία, Αφρική, Αμερική), αλλά και στην ίδια την Ευρώπη. Ο Βέλγος ανατόμος Ανδρέας Βεσάλιος (1514-1564) είχε προσέξει πως η ανατομική διάρθρωση του ανθρώπου είναι διαφορετική από εκείνη του πιθήκου και παρατήρησε πως το κεφάλι των Γενουατών, των Τούρκων και των Ελλήνων ήταν σφαιρικό, ενώ των Βέλγων μακρουλό.
Οι πρώτες αντικειμενικές παρατηρήσεις πάνω στον άνθρωπο γίνονται σε συνδυασμό με την άνθηση της ζωολογικής επιστήμης τον 18ο αι. Αξίζει να αναφέρουμε το βιβλίο του Έντουαρντ Τίζον (1699) με τον παράδοξα αναλυτικό τίτλο Οράγκ-ουτάγκ, ήτοι άνθρωπος ο δασόβιος, ή ανατομία ενός πυγμαίου συγκρινόμενη με ενός πιθήκου, ενός ανθρωπομόρφου και ενός ανθρώπου (Orang-outang, sive Homo sylvestris, or the Anatomy of a Pygmie compared with that of a Monkey, an Ape, and a Man). To 1735, ο Κάρολος Λινναίος δημοσιεύει το έργο του Σύστημα της φύσεως (Systema naturae)στο οποίο, εκτός του ότι θέτει τις βάσεις μιας διπλής ονομασίας για τα φυτά και τα ζώα, προτείνει και μία πρωτότυπη ταξινόμηση του ανθρώπου για τον οποίο καθιερώνει το γένος άνθρωπος (homo)με μοναδικό είδος τον άνθρωπο τον λογικό (homo sapiens). Επιπλέον, υποδιαιρεί το ανθρώπινο γένος σε τέσσερις βασικές ομάδες: την ασιατική, την ευρωπαϊκή, την αφρικανική και την αμερικανική. Οι εργασίες του Μπιφόν (1707-1788), του Γ. Φρίντριχ Μπλούμενμπαχ (1752-1840), που ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μελέτη του κρανίου ανθρώπων διαφόρων φυλών, του Πολ Μπροκά (1824-1880) και του Τόμας Χένρι Χάξλεϊ (1825-1895) συμβάλλουν σε όλο τον 18o αι. και στο πρώτο μισό του 19ου στη διαμόρφωση μιας α. συνείδησης. Την ίδια περίοδο ο Καντ κάνει σχεδόν για μία τριακονταετία ένα μάθημα πραγματικής α. στο πανεπιστήμιο του Κένιξμπεργκ και το 1798 δημοσιεύει ένα βιβλίο με ανάλογο τίτλο (Anthropologie in pragmatischer Hinsicht), αντιτάσσοντας τη μελέτη των μηχανισμών της ανθρώπινης σκέψης στη μελέτη των βιολογικών φαινομένων που διαφοροποιούν τον άνθρωπο από τα ζώα. Στον Ολλανδό Πέτερ Κάμπερ (1722-1789) οφείλεται o καθορισμός της προσωπικής γωνίας και των ποικιλιών της. Το 1855, ο Ντε Κατρεφάζ ιδρύει στο Παρίσι την πρώτη πανεπιστημιακή έδρα για τη διδασκαλία των φυσικών επιστημών του ανθρώπου, εισάγει τον όρο α. και αρχίζει, με σειρά μαθημάτων διάρκειας τεσσάρων ετών, τη μελέτη και τη συστηματική διδασκαλία της επιστήμης αυτής. Στο β’ μισό του 19ου αι., οι ανθρωπομετρικές έρευνες του Μπροκά, που ίδρυσε το 1859 στο Παρίσι την πρώτη Ανθρωπολογική Εταιρεία, του Μάρτιν και άλλων θέτουν τις βάσεις της αντικειμενικής περιγραφής του ανθρώπου και εγκαινιάζουν την ανθρωπομετρία. Την ίδια περίοδο ο Κάρολος Δαρβίνος (1809-1882) γράφει το έργο του Η καταγωγή των ειδών (1859), θεμελιώνοντας τη θεωρία της εξέλιξης, ενώ ο Τόμας Ρόμπερτ Μάλθους (1766-1832) με τη Μελέτη περί της θεωρίας του πληθυσμού, προαναγγέλλει την εμφάνιση μιας εφαρμοσμένης κοινωνιολογικής α. Το 1856, σε ένα κοίτασμα της κοιλάδας του Νεάντερ, κοντά στο Ντίσελντορφ, ανακαλύπτεται ένα απολιθωμένο κρανίο ανθρωποειδούς τύπου, το οποίο ύστερα από διχογνωμίες και συζητήσεις δεκαετιών αναγνωρίζεται από τους επιστήμονες ότι ανήκει σε άτομο του γένους άνθρωπος.Το 1865, ο Γκρέγκορ Μέντελ δημοσιεύει το άρθρο του Fersuche über Pflanzen - Ybriden,θέτοντας τις βάσεις όλων των φαινομένων που σχετίζονται με την κληρονομικότητα.
Κατά μια καταπληκτική χρονική σύμπτωση, με τη σχεδόν ταυτόχρονη εμφάνιση του αιτήματος να γίνει αντικειμενική η παρατήρηση του ανθρώπου, της αντίληψης για την εξέλιξη του ανθρώπου μέσα στον κύκλο της εξέλιξης όλων των μορφών ζωής, με την πρώτη παλαιοντολογική απόδειξη αυτής της εξέλιξης και, τέλος, με την πρώτη διατύπωση των νόμων της κληρονομικότητας που βρίσκεται στη βάση κάθε ερμηνείας του ανθρώπινου γίγνεσθαι, δημιουργούνται, ενώ ακόμα ακμάζει η κλασική α., όλες οι προϋποθέσεις για τη σύγχρονη α.
Οι μεγάλοι σταθμοί της από τα τέλη του 19ου αι. μέχρι σήμερα είναι:
1) Οι μεγάλες ανακαλύψεις της παλαιοανθρωπολογίας: οι πιθηκάνθρωποι (από το 1890 και ύστερα), οι αυστραλοπίθηκοι (από το 1924 και ύστερα), οι σινάνθρωποι (από το 1927 και ύστερα), οι ζιντζάνθρωποι (1959), οι κενυάνθρωποι (1966).
2) Η χρήση στατιστικών μεθόδων για την εξήγηση των πιθανοτήτων σφάλματος στα ανθρωπομετρικά δεδομένα.
3) Η απόδειξη ότι η μεντελιανή κληρονομικότητα εμφανίζεται επίσης και στον άνθρωπο.
4) Ο ορισμός των φυλών «μόνο ως μεντελιανών πληθυσμών, υποκειμένων σε μεταβολή εφόσον μεταβληθούν οι γενετικές συνθήκες και οι συνθήκες του περιβάλλοντος» (νεοδαρβινισμός).
φυσική και βιολογική α. Μελετά τον άνθρωπο περνώντας από τα ίδια στάδια που διανύει ο ζωολόγος, όταν επιδίδεται στη μελέτη ενός άγνωστου ατόμου της πανίδας.
Το πρώτο στάδιο είναι η περιγραφή της μορφής του είδους στο οποίο ανήκει το εξεταζόμενο άτομο. Η μορφή αυτή πρέπει να συνάγεται με τρόπο φυσικό από την εξέταση περισσότερων ατόμων του ίδιου είδους, έτσι ώστε να μπορεί να παραμερίζει ενδεχόμενα ατομικά χαρακτηριστικά και να ανάγεται στη διαπίστωση των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του είδους. Στην α., η απαίτηση αυτή είναι ακόμα περισσότερο αισθητή απ’ ό,τι σε άλλους επιστημονικούς κλάδους, επειδή o παρατηρητής ανήκει στο ίδιο είδος με το εξεταζόμενο άτομο και μπορεί εξαιρετικά εύκολα να παρασυρθεί από τις ατομικές διαφορές και να επηρεαστεί με τρόπο αντικανονικό από ιδιομορφίες τις οποίες εκτιμά υποκειμενικά ως ασυνήθιστες. Οι διάφορες επιστημονικές εκθέσεις όλων των εξερευνητικών αποστολών, ακόμα και οι πιο φροντισμένες, έως την εποχή που υιοθετήθηκε ένα «μοναδικό διεθνές σύστημα μετρήσεων», με έγκριση από τη Διεθνή κίνηση για την ενοποίηση των ανθρωπολογικών μετρήσεων που ιδρύθηκε το 1913, είναι συζητήσιμες, επειδή δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί μέχρι ποιον βαθμό είναι αντικειμενικές οι παρατηρήσεις. Οι δυσχέρειες του προβλήματος και το μεγάλο ενδιαφέρον που παρουσιάζει οδήγησαν στην ανάπτυξη ενός ιδιαίτερου κλάδου, της ανθρωπομετρίας (βλ. λ.).
Σήμερα, ιδίως με το έργο μερικών αμερικανικών σχολών, υπάρχει η τάση να μελετώνται από ανθρωπομετρική άποψη όχι μόνο το σώμα του ανθρώπου σε ανάπαυση αλλά και η κίνηση που αυτό κάνει και η επίδραση που η κίνηση αυτή μπορεί να ασκήσει (δυναμική ανθρωπομετρία, κατά τον Ντέμπστερ). Επιπλέον, χρησιμοποιούνται αντίστοιχες μορφές μετρήσεων για την περιγραφή του σκελετού (οστεομετρία)· οι οστεολογικές και οι οστεομετρικές μέθοδοι είναι μάλιστα πολύ σημαντικές για τη μελέτη των απολιθωμάτων του ανθρώπου.
Η φυσική και βιολογική α. μελετά επίσης τη μορφή των σπλάγχνων, τα φυσιολογικά και παθολογικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου, τόσο καθαυτά όσο και σε σχέση με ενδεχόμενες τροποποιήσεις που τα χαρακτηριστικά αυτά γνωρίσματα μπορούν να εμφανίσουν στις διάφορες ανθρώπινες ομάδες που υπάρχουν σήμερα (φυλετική φυσιολογία και παθολογία).
Επιπλέον, οι βιοχημικές έρευνες για τη δομή και τη δραστηριότητα των μακρομορίων, όπως η σιδηροφιλίνη, η αιμοσφαιρίνη, η απτοσφαιρίνη, καθώς και για μερικά ένζυμα και ορμόνες, επιδιώκουν να προσδιορίσουν τη διαφορετική συχνότητα και τον διαφορετικό τύπο σύνθεσης των ουσιών αυτών σε συγκεκριμένες φυλετικές ομάδες και σε σύγκριση με διαφορετικά γένη. Μερικοί συγγραφείς αποκαλούν ορολογική α., αποβλέποντας έτσι να την καταστήσουν ξεχωριστή επιστήμη, όλες τις έρευνες που αφορούν την κατανομή των διαφόρων ομάδων αίματος (ΑΒΟ, ΜΝ, Rhesus) στις διάφορες ανθρώπινες ομάδες και επιχειρούν να καθορίσουν μεταξύ τους φυλογενετικές και ταξινομικές σχέσεις (μέσα στο είδος άνθρωπος ο λογικός), με βάση την ανοσοβιολογική συγγένεια που διαπιστώνεται με αυτό τον τρόπο.
Επόμενο στάδιο της έρευνας, τόσο της ανθρωπολογικής (πάνω στον άνθρωπο) όσο και της ζωολογικής (πάνω σε ένα υποθετικό εξεταζόμενο ζώο), είναι η σύγκριση με τις ομάδες που εμφανίζονται συγγενέστερες ως προς τη μορφή και τη φυσιολογική και βιοχημική συμπεριφορά, με σκοπό τη συστηματική ταξινόμηση. Επειδή η έννοια της ταξινόμησης μιας ομάδας ζώων συνδέεται όλο και πιο στενά με τη διαπίστωση των φυλογενετικών της σχέσεων με τα πλησιέστερά της είδη, την α. ενδιαφέρουν άμεσα τόσο η μελέτη των θηλαστικών που βρίσκονται πιο κοντά στον άνθρωπο, δηλαδή των πιθήκων (πρωτευοντολογία), όσο και η αποκατάστασητης εξελικτικής ιστορίας του ανθρώπου με την περιγραφή και την ερμηνεία των απολιθωμένων υπολειμμάτων ανθρώπινων και ανθρωποειδών μορφών (παλαιοανθρωπολογία).
Τα όρια μεταξύ παλαιοανθρωπολογίας και παλαιοπρωτευοντολογίας δεν διαχωρίζονται εύκολα επειδή, παρότι υπάρχουν μερικές καλά καθορισμένες γενεαλογίες των πρωτευόντων που οδηγούν σε οικογένειες ζώντων πρωτευόντων και πολλές ατελείς γενεαλογίες μορφών που μπορεί να συνδεθούν με τον άνθρωπο, τα αμφίβολα σημεία και τα ερωτήματα που θέτουν τα διάφορα απολιθώματα προβληματικής τοποθέτησης είναι πολυάριθμα. Επιπλέον, ο άνθρωπος εξετάζεται και στις συνεχείς μεταμορφώσεις του, που συνδέονται με την ανάπτυξή του προτού γεννηθεί (εμβρυολογική α.), μετά τη γέννησή του (α. της ανάπτυξης) και με την παρακμή του (γεροντολογική α., που σχετίζεται με την ιατρική γεροντολογία).
Έπειτα, όπως αναλύει o ζωολόγος την ποικιλία μέσα στο ζωικό είδος που περιγράφει, έτσι και ο ανθρωπολόγος μελετά τις παραλλαγές της ιδανικής μορφής του ανθρώπου του λογικού,τις αποκαλούμενες φυλές. Υπάρχουν πολυάριθμες ταξινομήσεις των ανθρώπινων φυλών, που βασίζονται σε ποικίλα κριτήρια και αρχές, αν και από τα τέλη του 19ου αι. επιφανείς ανθρωπολόγοι, όπως o Μπροκά και ο Τοπινάρ, συμφωνούσαν ότι η έννοια της φυλής «είναι μια αφηρημένη έννοια». Το πρόβλημα αυτό έχει αναθεωρηθεί υπό το φως των νεοδαρβινικών ιδεών και γι’ αυτό μπορεί να θεωρηθεί ορθή η άποψη του Τ. Ντομπζάνσκι, ο οποίος υποστηρίζει ότι οι φυλές (καλύτερο θα ήταν να αποκαλούνται ποικιλίες κατά τον Δαρβίνο) μέσα στο είδος άνθρωπος ο λογικός «πρέπει να θεωρούνται ως μεντελιανοί πληθυσμοί που μεταβάλλονται μέσα στον χρόνο και οι ταξινομήσεις σε φυλές πρέπει να αντικατοπτρίζουν την προϋπόθεση που υπάρχει σε συγκεκριμένη στιγμή και η οποία είναι προορισμένη να τροποποιηθεί στη συνέχεια».
Ωστόσο, έστω και με αυτές τις νέες προοπτικές, η μελέτη των ανθρώπινων φυλών είναι αναγκαία για να γνωρίσουμε τον άνθρωπο, εφόσον ταξινομώντας και τακτοποιώντας τις φυλετικές διαφορές που μόνο αυτές είναι δυνατόν να μελετηθούν και να αναλυθούν αντικειμενικά, μπορούμε να φτάσουμε σε μια πιο συστηματική εξέταση της μεγάλης ποικιλίας των μορφών των ανθρώπινων όντων που ζουν σήμερα.
Οι μελέτες σχετικά με την ανθρώπινη συμπεριφορά αναφέρονται, από τη μια πλευρά, στον προσδιορισμό των διαφόρων ψυχοσωματικών τύπων και από την άλλη στις έρευνες που άρχισαν από το 1940 ο Πρέντε στην Ιταλία, ο Κρέτσμερ στη Γερμανία και ο Σέλντεν στην Αμερική, με σκοπό να διαπιστώσουν «τα μορφολογικά, φυσιολογικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά των διαφόρων ανθρώπινων τύπων, για να ανακαλύψουν τις διάφορες σχέσεις μεταξύ τους». Αποτελούν δηλαδή τμήμα της βιοτυπολογίας, η οποία έχει κυρίως σημασία σε συνδυασμό με την εγκληματολογική α., επειδή αποσκοπεί μάλλον στη λεπτομερειακή περιγραφή των μεμονωμένων ατόμων (του ατόμου ως συνόλου) και όχι στη μελέτη των νόμων που κατευθύνουν τον άνθρωπο στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους και το περιβάλλον.
Ωστόσο, στις έρευνες για τη συμπεριφορά του ανθρώπου περιλαμβάνονται και μελέτες εντελώς διαφορετικού τύπου, που επιδιώκουν να διαπιστώσουν τη συμπεριφορά των μεμονωμένων ανθρώπινων ομάδων, αλλά και των ανθρώπων ως ζωολογικής ομάδας, σε σύγκριση με άλλες ομάδες ζώων, όταν οι ομάδες αυτές υποβληθούν σε συγκεκριμένους ερεθισμούς του περιβάλλοντος (ηθολογία του ανθρώπου). Η δεύτερη αυτή γραμμή έρευνας είναι νεότερη από την προηγούμενη και χρησιμοποιεί επίσης, για σύγκριση, τα δεδομένα που συγκεντρώνει η ζωολογία για τη συμπεριφορά των ζώων (συγκριτική ηθολογία) και ιδιαίτερα των πλησιέστερων προς τον άνθρωπο θηλαστικών, των πρωτευόντων. Το αντικείμενο μελέτης του επιστημονικού αυτού κλάδου δεν είναι πια οι συγκινησιακές αντιδράσεις των μεμονωμένων ανθρώπων, όπως στην ψυχοσωματική βιοτυπία, αλλά οι λύσεις που δίνουν ολόκληρες ανθρώπινες ομάδες, σε συσχετισμό με το ιδιαίτερο επίπεδο πολιτισμού τους (βλ. παρακάτω πολιτιστική α. και κοινωνική α.), σε προβλήματα κοινά σε αυτές και σε άλλες ομάδες του ζωικού βασιλείου: η σεξουαλική συμπεριφορά, η αγωγή των νέων, η εκλογή της δίαιτας κλπ. Είναι φανερό πως οι έρευνες αυτές συνδέονται στενά και με τις έρευνες της κοινωνικής α., διαφοροποιούνται όμως από αυτές, επειδή θέτουν ως βασικό πρόβλημά τους τον τρόπο με τον οποίο η συμπεριφορά του ανθρώπου διαφοροποιείται από τη συμπεριφορά των ζώων που μοιάζουν περισσότερο με αυτόν.
Τέλος, είναι σκόπιμο να ξεχωρίσουμε από τις μελέτες για τη συμπεριφορά του ανθρώπου έναν τελευταίο κλάδο ερευνών, που περιλαμβάνονται στη φυσική και βιολογική α. με την ευρεία έννοια, μολονότι σχετίζονται και με τις επιστήμες που καταλήγουν στην πολιτιστική και κοινωνική α. Ο κλάδος αυτός μελετά τις μορφές προσαρμογής στο περιβάλλον που πραγματοποιούν οι ανθρώπινες ομάδες, τις δυναμικές σχέσεις που καθιερώνονται μεταξύ των ανθρώπων οι οποίοι ζουν σε ένα ορισμένο περιβάλλον και τα φυσικά στοιχεία που συνιστούν το περιβάλλον αυτό: χλωρίδα, κλίμα κλπ. Τις δυναμικές αυτές σχέσεις μπορούμε να τις διακρίνουμε σε: α) βιολογικές διαδικασίες που αφορούν την ανάπτυξη, την αύξηση και τη μορφή που παίρνει η εξεταζόμενη ανθρώπινη ομάδα· β) μη βιολογικές διαδικασίες, δηλαδή αντιδράσεις πολιτιστικής, τεχνικής και κοινωνικής προσαρμογής. Είναι φανερό πως o δεύτερος αυτός τύπος διαδικασιών θα αναλυθεί στα πλαίσια της πολιτιστικής α., ενώ οι βασικοί τύποι βιολογικών διαδικασιών, που μελετούνται στα φυσικο-βιολογικά πλαίσια, ουσιαστικά αφορούν προβλήματα όπως η αναζήτηση της τροφής, η προσαρμογή στο κλίμα, η αντίσταση στις αρρώστιες κλπ.
πολιτιστική α. Είναι η επιστήμη που μελετά την εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού, με την ευρεία έννοια. Περιλαμβάνει ωστόσο, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, και πολλές έρευνες σχετικά με την ανθρώπινη συμπεριφορά (ηθολογία) και την αντίδραση του ανθρώπου απέναντι στο περιβάλλον (οικολογία του ανθρώπου). Τα όρια μεταξύ αυτών των κλάδων μελέτης και της κοινωνικής α. είναι σε πολλά σημεία αρκετά ασαφή και γι’αυτό είναι σκόπιμο, τουλάχιστον για την ανάλυση του θέματος, να συμπεριληφθεί και η κοινωνική α. στον γενικό αυτό χαρακτηρισμό. Στις λατινικές χώρες, όλοι αυτοί οι κλάδοι αποτελούν τμήμα μιας μόνο επιστήμης, της εθνολογίας, που περιλαμβάνει και την εθνογραφία· στις αγγλοσαξονικές χώρες προτιμούν, αντίθετα, να μη διαφοροποιούν την εθνολογία από την α. και γι’ αυτό οι διάφορες ειδικευμένες μελέτες θεωρούνται κλάδοι της α., με εξαίρεση την εθνογραφία, της οποίας το έργο περιορίζεται μόνο στην ταξινόμηση και την περιγραφή των ανθρώπινων ομάδων που έχουν εκλείψει και εκείνων που ζουν μέχρι σήμερα.
Η πολιτιστική α. γεννήθηκε στα μέσα του 19ου αι. από μια ανάγκη ταξινόμησης και ερμηνείας του τεράστιου και ακατάστατου όγκου πληροφοριών που είχαν συγκεντρωθεί με τις εξερευνήσεις των προηγούμενων αιώνων και τη γρήγορη ανάπτυξη των συγκοινωνιών, σχετικά με ήθη, έθιμα και πολιτιστικά πρότυπα των λεγόμενων άγριων λαών. Είναι εμφανής η επίδραση που οι κοινωνικοί φιλόσοφοι (Λοκ, Χομπς, Βολτέρος, Ρουσό) άσκησαν κατά το β’ μισό του 19ου αι., στην εμφάνιση της ανάγκης μιας έρευνας αυτού του τύπου. Το ενδιαφέρον και η επικαιρότητα του επιστημονικού αυτού κλάδου διακριβώνεται με την ανάλυση των βασικών προβλημάτων με τα οποία ασχολείται. Από την αναλυτική και αντικειμενική μελέτη των σχηματικών προτύπων που μπορεί να συναχθούν από τους αρχαιότερους και λιγότερο εξελιγμένους ανθρώπινους πολιτισμούς, είναι δυνατόν να διαπιστωθεί η ύπαρξη σταθερών στοιχείων σε όλες τις ποικιλίες συνθηκών ανάπτυξης του ανθρώπου, στοιχείων επομένως που επειδή είναι σταθερά πρέπει να θεωρηθούν ως ειδικές παράμετροι του ανθρώπινου όντος. Έως ποιο σημείο όμως και με πόσες πιθανότητες σφάλματος είναι δυνατόν να αποσαφηνιστεί η εξελικτική διαδικασία ενός πρωτόγονου πολιτισμού και σε αναλογία να προβλεφθεί η μελλοντική εξέλιξη ενός εν ενεργεία πολιτισμού, να κατευθυνθεί και οπωσδήποτε να επηρεαστεί με τρόπο συνειδητό η εξέλιξη των σύγχρονων ανθρώπινων πολιτισμών, η μοίρα της ανθρωπότητας;
Τους σταθμούς της προόδου της επιστήμης αυτής σημειώνουν ορισμένα βασικά γεγονότα. To 1840, o Γουίλιαμ Φρέντερικ Έντουαρντς ιδρύει στο Παρίσι την πρώτη Εθνογραφική Εταιρεία· το 1859, ο Τέοντορ Βάιτς δημοσιεύει μία πρώτη επιτομή πολιτιστικής α. Το 1877, ο Λιούις Χένρι Μόργκαν δημοσιεύει το έργο του Αρχαία κοινωνία (Ancient society), που αποτελεί την πρώτη εφαρμογή μιας εξελικτικής ερμηνείας στα δεδομένα της εθνολογίας. Γύρω στο 1904 κυκλοφόρησαν τα βιβλία του Γκρέμπνερ και του Άνκερμαν που διέδωσαν ευρύτερα τη θεωρία των πολιτιστικών κύκλων, την οποία είχε διατυπώσει από το 1864 ο Ντε Κατρεφάζ· έργα σπουδαία που ξεκινούν από την ίδια θέση έγραψε και o Μονταντόν το 1934 και ο Ιταλός Μπιαζούτι. Σημαντικές είναι και οι μελέτες του Φρίντριχ Ράτσελ (1888), του Χάινριχ Σουρτς (1909) και του Χέτνες (1909). Δημιουργήθηκαν έτσι διάφορες σχολές, που καθεμία υιοθέτησε δική της μεθοδολογία στην έρευνα και στην ερμηνεία των αντικειμενικών δεδομένων. Εκτός από την ιστορικοπολιτιστική σχολή, που βασίζεται στους πολιτιστικούς κύκλους, υπάρχει η εξελικτική, η λειτουργική, η κοινωνιολογική (κοινωνιολογική α.) και η στρουκτουραλιστική. Η λειτουργικότητα στην πολιτιστική α. μπορεί να θεωρηθεί ότι ανάγεται στο βιβλίο του Αμερικανού Κλαρκ Γουίσλερ Άνθρωπος και πολιτισμός (Man and culture,1923), που περιέχει και το πρώτο σχηματοποιημένο υπόδειγμα μιας πρακτικής μεθόδου για τη μελέτη ενός πρωτόγονου πολιτισμού. Τα στοιχεία που εξετάζονται είναι ο λόγος (γλώσσα, γραφή κλπ.), οι υλικοί συντελεστές (τροφή, ενδύματα κλπ.), οι μορφές τέχνης, τα στοιχεία της μυθολογίας και οι επιστημονικές γνώσεις, οι θρησκευτικές λατρευτικές πράξεις, η οικογενειακή οργάνωση, η ιδιοκτησία, η κυβέρνηση κλπ. Είκοσι χρόνια αργότερα (1944) o Πολωνός Μπρόνισλαβ Μαλινόφσκι (που δίδασκε στην Αγγλία) διευρύνει τα όρια της μεθόδου προτείνοντας ένα άλλο σχήμα, στο οποίο στις βασικές ανάγκες (μεταβολισμός, αναπαραγωγή, ευεξία, ασφάλεια, κλπ.) αντιστοιχούν οι πολιτιστικές απαιτήσεις (αναζήτηση τροφής, οικογενειακή οργάνωση, προστασία από το κλίμα, κατοικία, οργάνωση της προστασίας κλπ.). Με τον Μαλινόφσκι αρχίζει η κρίση που συντάραξε την πολιτιστική α., κρίση μεθόδων αλλά και κρίση βάσης της έρευνας και, επομένως, κρίση περιεχομένου. Η διαμάχη μεταξύ Μαλινόφσκι και ενός άλλου διαπρεπούς επιστήμονα της ίδιας κατεύθυνσης, του Άγγλου Ράντκλιφ-Μπράουν, αποτελεί καταφανή έκφρασή της.
Από το 1948, ο Κλοντ Λεβί-Στρος προτείνει μία διαφορετική μέθοδο και βάση έρευνας στην πολιτιστική α., τον στρουκτουραλισμό (δομική εξέταση). Ο Λεβί-Στρος υιοθέτησε το ερμηνευτικό του σχήμα κατευθείαν από τη γλωσσολογία, όπου αναζητούνται ρίζες λέξεων κοινές σε γλώσσες φαινομενικά πολύ διαφορετικές. Είναι δυνατόν να διαπιστωθούν αντίστοιχες πολιτιστικές διαρθρώσεις μέσα στη μεγάλη ποικιλία και την ασυνέχεια που, τουλάχιστον φαινομενικά, χαρακτηρίζει τους ανθρώπινους πολιτισμούς. Ο Λεβί-Στρος στηρίζει την έρευνα ακόμα και στον χώρο του υποσυνείδητου· από τις πιο γνωστές εργασίες του αξίζει να αναφερθούν οι μελέτες για την άγρια σκέψη, όπου καταλήγει να υποστηρίζει ότι η μαγική σκέψη και οι ιεροτελεστίες μπορούν να ερμηνευτούν ως αντίδραση της υποσυνείδητης γνώσης της «αλήθειας του ντετερμινισμού», δηλαδή γεγονότων που πειραματικά αποδεικνύονται αληθινά. Μία από τις πιο σπουδαίες συμβολές της είναι η εφαρμογή των στρουκτουραλιστικών υποδειγμάτων σε καινοφανή πολιτιστικά προβλήματα. Αξίζει τέλος να αναφερθεί η σειρά ερευνών της πολιτιστικής α. που ασχολείται με τη συνεχή μεταμόρφωση προς την οποία βαδίζει κάθε τύπος πολιτισμού (και από αυτή την άποψη είναι εμφανής η συνάφεια που υπάρχει με την κοινωνική α.).
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γνωστότατο πείραμα που δημοσίευσε το 1955 μία ομάδα Αμερικανών ανθρωπολόγων του πανεπιστημίου Κόρνελ, οι οποίοι μελέτησαν ορισμένο αριθμό κατηγοριών συμπεριφοράς (συνήθειες σχετικά με την υγιεινή, φιλίες, μορφές αγωνίας, αναζήτηση ανέσεων κλπ.) σε επτά απομονωμένα χωριά, κάνοντας επανειλημμένες δειγματοληψίες κατά μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Στον κύκλο της πολιτιστικής α. συμπεριλαμβάνεται και η μελέτη των αιτίων που καθορίζουν τις αντιδράσεις του ανθρώπου απέναντι στις συνεχώς ταχύτερες μεταμορφώσεις του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζει και, από αυτή την άποψη, γίνονται συνεχώς στενότερες οι σχέσεις της με τη ψυχιατρική και την ψυχολογία. Από την πλευρά αυτή, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ένα έργο του 1960, το Πολιτισμός και διανοητική υγεία (Culture and Mental Health)του Μ.Κ. Όπλερ.
κοινωνική α. Ενώ πολιτιστική α. ονομάζεται η μελέτη των εξελικτικών σταθμών της ανθρώπινης κοινωνίας και κοινωνιολογία η επιστήμη των σχέσεων μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας, η κοινωνική α. είναι η μελέτη του ανθρώπινου παράγοντα μέσα στα πλαίσια αυτών των σχέσεων, η μελέτη δηλαδή του τρόπου με τον οποίο o άνθρωπος μεταβάλλει τον ίδιο τον εαυτό του ως κοινωνικός άνθρωπος. O κλάδος αυτός της α. αναπτύχθηκε (με την ονομασία συγκριτική κοινωνιολογία) στη Μεγάλη Βρετανία και στη Γαλλία, κυρίως από τον Λεβί-Μπριλ· η σημερινή ονομασία του οφείλεται στον Αμερικανό Χένρι Ρόου Σκούλκραφτ. Στην ιστορία της επανέρχονται τα ονόματα μερικών επιφανών ανθρωπολόγων του χώρου της πολιτιστικής α. (Μόργκαν, Ράντκλιφ-Μπράουν, Μαλινόφσκι κ.ά.).
Η πιο ζωντανή σχολή στον κλάδο αυτό είναι η αμερικανική, την οποία ίδρυσε η Μάργκαρετ Μιντ, μαθήτρια του Φρόιντ και κοινωνιολόγος. Είναι πασίγνωστη η έρευνα που έκανε η Μιντ σε ένα χωριό της νήσου Σαμόα (1928), μελετώντας τη συγκινησιακή συμπεριφορά των γυναικών και των εφήβων της πολιτιστικής αυτής ομάδας. Αντίθετα, η γερμανική σχολή που εμπνέεται από τη θεωρία του Gestalt των Κέλερ, Κόφκα και Βερτχάιμερ (1920) και η οποία υποστηρίζει την ανάγκη μιας συνολικής θεώρησης των μεμονωμένων αντιλήψεων για να γίνει δυνατή η εκτίμηση της προσωπικότητας, φαίνεται πλέον ξεπερασμένη. Σημαντικότερο έργο, που έχει εμπνευστεί από τη θεωρία αυτή, είναι η μελέτη του Κουρτ Λέβιν Δυναμική θεωρία της προσωπικότητας (Α dynamic theory of personality,1935). Η κοινωνική α. τείνει όλο και περισσότερο να μεταβληθεί σε εφαρμοσμένη α., μελετά δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο οι αναπτυσσόμενες κοινωνίες μπορεί να βοηθηθούν για να επιλύσουν τα προβλήματά τους χωρίς να καταστραφούν ως ιδιαίτεροι πολιτισμοί.
εγκληματολογική α. Μελετά, σύμφωνα με τις ιδέες του Λομπρόζο, για τον οποίο η εγκληματικότητα είναι συνέπεια βιολογικής κατωτερότητας, τις σωματοβιολογικές αλλοιώσεις που παρουσιάζει ο άνθρωπος ως εγκληματίας. H εγκληματική α. συνδέεται στενά με τη βιοτυπολογία και πολλές μελέτες έχουν γίνει για να βρεθούν αντιστοιχίες μεταξύ του βιότυπου ενός εγκληματία και των εγκληματικών του τάσεων. Τις θεωρίες του Λομπρόζο υιοθέτησε και ανέπτυξε (1939) ο Αμερικανός Έρνεστ Χούουτν. Η πειραματική έρευνα στην εγκληματολογική α. στρέφεται από τη μια πλευρά προς την εξακρίβωση της ταυτότητας του ατόμου και από την άλλη προς τη διευκρίνιση των γενετικών μηχανισμών με τους οποίους η εγκληματική προδιάθεση μπορεί να μεταβιβαστεί κληρονομικά και να εμφανιστεί ως επακόλουθο συγκεκριμένων γενετικών συμβάντων (σύνδρομο του Κλάινεφελντερ). Μπορεί σχετικά να θεωρηθεί ότι έχει αποδειχτεί, τουλάχιστον σε έναν βαθμό, ότι «μερικοί γονότυποι ανταποκρίνονται πιο πολύ από άλλους σε ορισμένα περιβάλλοντα με εγκληματική συμπεριφορά» (Ντομπζάνσκι). Μέσα στα παραπάνω όρια, η θεωρία του Λομπρόζο, την οποία πολλοί θεωρούν εντελώς ξεπερασμένη, φαίνεται να έρχεται πάλι στο προσκήνιο, με τη διαφορά πως τα στοιχεία της μεταβιβάζονται από τον φαινότυπο στον γονότυπο. Από πρακτική άποψη, η εγκληματολογική α. μελετά τη συμπεριφορά του ατόμου από κοινωνικοοικονομική και ψυχολογική άποψη· οι μέθοδοι ταξινόμησης χρησιμοποιούν την ενδεικτική ανθρωπομετρία που εισήγαγε ο Μπερτιγιόν και η οποία τελειοποιήθηκε χάρη στη χρησιμοποίηση της φωτογραφίας.
ορθόδοξη χριστιανική α.Μεαυτό τον όρο εντοπίζεται η απάντηση που προσφέρεται για την ουσία και τα προβλήματα του ανθρώπου από την πλευρά της Αγίας Γραφής και της χριστιανικής παράδοσης. Η δημιουργία του ανθρώπου από τον τριαδικό Θεό, η ουσία της ανθρώπινης φύσης, η αμαρτία και τα αποτελέσματά της, η σωτηρία του ανθρώπου στο πρόσωπο του Χριστού και η επανατοποθέτησή του στην κοινωνία της Αγίας Τριάδας είναι μερικά από τα ανθρωπολογικά θέματα στα οποία δίνει απάντηση η Αποκάλυψη του Θεού. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της oρθόδοξης χριστιανικής α., που την ξεχωρίζει ταυτόχρονα και από κάθε άλλη α. (φιλοσοφική, βιολογική, κοινωνιολογική, ψυχολογική κ.ά.) είναι ότι o άνθρωπος προέρχεται από τον Ιησού Χριστό, δημιουργείται με βάση το αρχέτυπο της εικόνας του Χριστού «ος έστιν η εικών του Θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως» (Κολ. α’ 15) και προορίζεται να ενωθεί με τον Θεό διά του Ιησού Χριστού. Ο άνθρωπος με την αμαρτία έχασε την κατά Χριστό πνευματική ζωή και έτσι ξέπεσε σε ένα ον βιολογικό, έχασε το είδος του και άρχισε να ζει μια ζωή νεκρή, που τον οδηγούσε όχι στην αθανασία, αλλά στον θάνατο. Με τον θεάνθρωπο Χριστό, όμως, ενώνεται η κομματιασμένη από την αμαρτία ανθρώπινη φύση με τον Θεό και έτσι o Χριστός γίνεται o μόνος αληθινός άνθρωπος, στον οποίο πρέπει να «εγκεντριστεί» με το άγιο βάπτισμα ο αμαρτωλός για να περισώσει την αληθινή ύπαρξη και ζωή του. Η βαθιά νοσταλγία του ανθρώπου στον χώρο του Θεού πραγματοποιείται συχνά με πρότυπο τον παλιό Αδάμ και έτσι o άνθρωπος οδηγείται στη θεοποίησή του, στον υπεράνθρωπο του Νίτσε, στον ολοκληρωτικά αυτόνομο άνθρωπο του σύγχρονου τεχνικού πολιτισμού. Ο Χριστός, όμως, o νέος Αδάμ, είναι η μόνη αλήθεια και το ύψιστο κριτήριο της ορθόδοξης χριστιανικής α., η οποία προσφέρει στον άνθρωπο τη χριστοποίησή του, δηλαδή την πραγμάτωση της αληθινής εικόνας του ανθρώπου, που βρίσκεται στη φύση, στη μορφή και στη ζωή του Θεανθρώπου. Με αφετηρία και τέλος αυτή τη θεανθρωπολογική βάση, η oρθόδοξη χριστιανική α. εξετάζει με σοβαρότητα και συστηματικότητα όλα τα προβλήματα που απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο.
Ανθρωπολογία. Εξέλιξη του σχήματος του κρανίου. Σημαντική είναι ήδη η διαφορά μεταξύ του κρανίου του απολιθωμένου πιθήκου του μειοκαίνου (1) και του κρανίου του πλησιανθρώπου (2), προανθρωπίδου που ανήκει στους αυστραλοπιθηκίδες. Η εξέλιξη προς το σημερινό ανθρώπινο σχήμα έγινε εμφανέστερη από τον σινάνθρωπο (3)· το κρανίο του ανθρώπου του Κρο-Μανιόν (4), εποχής του ανώτερου παλαιολιθικού, λίγο διαφέρει από το κρανίο του σημερινού ανθρώπου (5).
Τα μέλη της λευκής φυλής ονομάστηκαν ευρωποειδή από την ανθρωπολογία, επειδή στη συντριπτική πλειοψηφία τους κατοικούσαν παλαιότερα στην Ευρώπη.
Οι νεγροειδείς αναπτύχθηκαν και κατοίκησαν κατά κύριο λόγο την αφρικανική ήπειρο.
Οι Πυγμαίοι αποτελούν έναν ιδιαίτερο φυλετικό τύπο, σύμφωνα με τους ανθρωπολόγους.
Οι Βουσμάνοι κατατάσσονται από άλλους ερευνητές στους νεγροειδείς και από άλλους στους αυστραλοειδείς.
Οι αυστραλοειδείς θεωρήθηκαν από τους ανθρωπολόγους ιδιαίτερος φυλετικός τύπος.
Η φυλή των μογγολοειδών αντιπροσωπεύει μεγάλο μέρος των πληθυσμών της ασιατικής ηπείρου.
Η ανθρωπολογική περιγραφή των ανθρώπινων τύπων ήταν στο παρελθόν συνοπτική και αόριστη, όπως στο σχεδίασμα με τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ιθαγενούς της Αμερικής στον «Μετακορτεσιανό Κώδικα» του 1554 (Μουσείο της Αμερικής, Μαδρίτη· φωτ. Salvat).
Κατά το παρελθόν εξιδανίκευαν τα άτομα που παρίσταναν εις βάρος της επιστημονικής ακρίβειας, όπως διαπιστώνουμε στους αυτόχθονες της Αμερικής, που εικονίζονται στον «Μετακορτεσιανό Κώδικα» του 1554 (Μουσείο της Αμερικής, Μαδρίτη· φωτ. Salvat).
Εξέλιξη της κάτω σιαγόνας του ανθρώπου, από τους προανθρωπίδες στους ανθρωπίδες: 1) τελεάνθρωπος· 2) πιθηκάνθρωπος 3) άνθρωπος του Μάουρερ· 4) σινάνθρωπος· 5) άνθρωπος του Κιρκαίου· 6) κάτω σιαγόνα σημερινού Ευρωπαίου.
* * *ηη επιστήμη που εξετάζει την κατασκευή του ανθρώπινου σώματος, σκελετού και εσωτερικών οργάνων (μορφολογική ανθρωπολογία), τη λειτουργία των οργάνων και συστημάτων του οργανισμού (λειτουργική ανθρωπολογία), τη θέση του ανθρώπου μέσα στο ζωικό βασίλειο (ζωολογική ανθρωπολογία).[ΕΤΥΜΟΛ. < anthropologia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < άνθρωπος + -λογία*. Ο ελληνικός όρος ανθρωπολογία πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1810 από τον γιατρό Λευκία Γεωργιάδη Αναστάσιο].
Dictionary of Greek. 2013.